- πολυμερεῖς
- πολυμερήςconsisting of many partsmasc/fem acc plπολυμερήςconsisting of many partsmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον») 2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση») 3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
πολυβινυλιδενοχλωρίδιο — το, Ν χημ. συνθετικό πολυμερές που ανήκει στις πολυμερείς ενώσεις τού βινυλιδενίου … Dictionary of Greek
πολυβινυλικός — ή, ό, Ν χημ. 1. συνοπτικός χαρακτηρισμός τών πολυμερών παραγώγων τού βινυλίου 2. φρ. α) «πολυβινυλικές ακετάλες» συνοπτική ονομασία μιας οικογένειας μακρομοριακών ενώσεων που παράγονται κατά την επίδραση αλδεϋδών στην πολυβινυλική αλκοόλη και… … Dictionary of Greek
πολυβινυλοφθορίδιο — το, Ν χημ. συνθετικό πολυμερές που ανήκει στις πολυμερείς ενώσεις τού βινυλίου … Dictionary of Greek
πολυβινυλοχλωρίδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία συνθετικών θερμοπλαστικών πολυμερών που ανήκει στις πολυμερείς ενώσεις τού βινυλίου … Dictionary of Greek
πολυοξικός — ή, ό, Ν φρ. «πολυοξικός βινυλεστέρας» χημ. συνοπτική ονομασία συνθετικών ρητινών που ανήκουν στις πολυμερείς ενώσεις τού βινυλίου … Dictionary of Greek
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
συνομιλητής — ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ [συνομιλῶ] νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς 2. (διπλ. πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες αρχ. σύντροφος, φίλος … Dictionary of Greek